Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Ζήτημα της Χρηματοπιστοτικής Κρίσης

του Κώστα Μελά

I. Διακριτά χαρακτηριστικά της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Α)

Φόβος και απληστία αποτελούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των κοινωνιών του «ρίσκου» στις οποίες έχει οδηγηθεί ο πλανήτης με τη σταδιακή υιοθέτηση του αμερικανικού οικονομικού υποδείγματος υπό την πίεση της κυριαρχίας των ΗΠΑ.Φόβου και απληστίας που καθορίζονται από καταστάσεις πανικού, είτε αυτές λειτουργούν υπό το καθεστώς παράλογης ευφορίας είτε υπό το καθεστώς πλήρους και επίσης παράλογης απαισιοδοξίας.Οι σύγχρονες κοινωνίες ταλαντώνονται διαρκώς μεταξύ φόβου και απληστίας εξαρτώμενες από τις βουλήσεις των παγκόσμιων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ, όπως αυτές εκφράζονται μέσω των Διεθνών Πολυμερών Οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΟΟΣΑ), των Κεντρικών Τραπεζών και των Μεγάλων Αμερικανικών Ιδιωτικών Επενδυτικών Τραπεζών.Την τελευταία περίοδο βρισκόμαστε στον αστερισμό του Φόβου. Η βαθιά κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα οδηγεί με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια στην παγκόσμια ύφεση με σοβαρές συνέπειες για το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες και με ακόμα σοβαρότερες για τους κατοίκους των αναπτυσσομένων χωρών.

Είναι πλέον παγκοίνως αποδεκτό ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι συνυφασμένη με κρίσεις. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που εγγενώς ρέπει προς την ανισορροπία. Στη διαδικασία συνολικής και διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου η παρουσία κρίσεων αποτελεί ένα αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Οι κρίσεις λαμβάνουν διαφορετικές μορφές αναλόγως σε ποιο τομέα της οικονομικής δραστηριότητας πρωταρχικά εμφανίζονται. Έτσι μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρίσεις : οικονομικές , χρηματιστηριακές, νομισματικές ή χρηματοπιστωτικές. Οι τελευταίες αποτελούν κρίσεις οι οποίες εκδηλώνονται πρωταρχικά και αφορούν κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι όλες ίδιες ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις ούτε ως προς τους μηχανισμούς γέννησής τους .
Το πώς συνδέονται οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις με τις υπόλοιπες μορφές κρίσεων , το πώς επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης της κάθε συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης με βάση τα διακριτά χαρακτηριστικά της .
Ανατρέχοντας στην ιστορία των χρηματοπιστωτικών κρίσεων διακρίνουμε περιπτώσεις τέτοιων κρίσεων που εκδηλώνονται με τρόπο «αυτόνομο» από την υπάρχουσα οικονομική συγκυρία , περιπτώσεις που αποτελούν υπό μια έννοια την αιτία σοβαρών δυσμενών επιδράσεων στην οικονομική πραγματικότητα και περιπτώσεις στις οποίες οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα της κρίσης που διέπει την γενικότερη οικονομική συγκυρία. Θα μπορούσαμε με ευκολία να υποστηρίξουμε ότι τα τελευταία 35 χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας σημαντικότατης αύξησης του αριθμού των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που εμφανίστηκαν τόσο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες [1] , όσο και στις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη[2].
Σε άμεση σύνδεση με τον αυξητικό ρυθμό των χρηματοπιστωτικών κρίσεων βρίσκεται η παρατηρούμενη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Τούτη η διόγκωση είναι, κατ’ αρχάς, το αναγκαίο , αλλά όχι ικανό, αποτέλεσμα του νέου ρυθμιστικού πλαισίου που επεβλήθη (κατ’ εξοχήν με ενέργειες των ΗΠΑ) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα . Χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανοιχτού χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαιακών ροών, η απορύθμιση και αποκανονικοποίηση των πλαισίων λειτουργίας του, η ευρύτατη πρακτική arbitrage και τα πολύπλοκα συστήματα κάλυψης κινδύνων (παράγωγα προϊόντα), τα οποία ως επί το πλείστον μετατρέπονται και λειτουργούν ως κερδοσκοπικά συστήματα.
Η διαδικασία απορύθμισης και η έντονη διεθνοποίηση (παγκοσμιοποίηση) των χρηματοπιστωτικών αγορών συμβαδίζουν κατά τρόπο ανακλαστικό. δηλ. με έναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο η μια διαδικασία (απορύθμισης) αποτελεί παράγοντα δημιουργίας της άλλης (παγκοσμιοποίησης). Οι ρυθμίσεις που απορυθμίστηκαν ήσαν πρωτίστως εθνικές, αφορούσαν δηλαδή, στον οικονομικό χώρο που ονομάζεται έθνος και ως εκ τούτου, οι λιγότερες ρυθμίσεις οδηγούν σε μεγαλύτερη ένταση της διεθνοποίησης. Παράλληλα η καινοτομικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα δημιουργώντας νέες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες μετέβαλε και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται οι βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα νοικοκυριά διαχειρίζονται τις οικονομικές πλευρές της ζωής τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις παραμέτρους που καθορίζουν τη λειτουργία των Κυβερνήσεων, σχετικά με τη χάραξη και την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Η άσκηση της χρηματοπιστωτικής λειτουργίας ουσιαστικά μετατράπηκε σε συνεχή προσπάθεια διαχείρισης κινδύνων μέσα σ΄ένα εντελώς αβέβαιο και ρευστό περιβάλλον.
Όμως , σύμφωνα με την δικιά μας αντίληψη, την ικανή συνθήκη , η οποία θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τις παρατηρούμενες εξελίξεις, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ειδικά στη «σημερινή» συγκυρία της διευρυμένης αναπαραγωγής του.
Στις παλαιότερες χρονικές περιόδους , πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου η χρηματοπιστωτική σφαίρα αντιμετωπιζόταν ως το λιπαντικό που ήταν απαραίτητο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής. « Παρόλα αυτά υπήρχε η τάση σχετικής αυτονόμησής της και τη δημιουργία κερδοσκοπικών υπερβολών στα τελευταία στάδια της ανόδου του οικονομικού κύκλου. Κατά κανόνα , τα επεισόδια αυτά είχαν σύντομη διάρκεια και δεν επέφεραν μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία της οικονομίας[3]».
Αλλά και ο Μαρξ είχε με σαφήνεια περιγράψει τον προσδιορισμό αλλά και την ενδεχόμενη σχετική αυτονόμηση της κίνησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από την κίνηση του « πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου». Είχε δηλαδή δείξει τη δυνατότητα αυτονόμησης των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων από τον επιχειρηματικό κύκλο[4], και την δυνατότητα κερδοσκοπικών υπερβολών ανεξάρτητων από την κατάσταση της παραγωγής.
Τα τελευταία χρόνια , όμως , κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας τείνει να αυτονομηθεί από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου και ειδικά του αμερικάνικου, το οποίο τείνει να επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας ,δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους.

Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όταν αυτό το τελευταίο υπερισχύει σε οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία ,έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου. Όταν δηλαδή οι διαμεσολαβούμενες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους οιονεί χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πιστώσεις (κλασσικές ή νέας μορφής) δεν κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά αυτονομούμενες από αυτές καθίστανται αυτάρκεις μορφές «επενδυτικής τοποθέτησης» στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που τις κατέχουν .

Η ουσία της προβληματικής που επιχειρούμε να αναπτύξουμε μπορεί να συνοψιστεί στο εξής :
Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί απλή «συγχώνευση» του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό….Αντιθέτως ,το φαινόμενο αυτό σηματοδοτεί την οριστική ,στην ιστορική περίοδο που διάγουμε , κατίσχυση των χρηματικών προδιαγραφών πάνω στις οικονομικές και παραγωγικές …με την επικράτηση της εισοδηματικής λογικής εις βάρος της παραγωγικής ,του χρήματος …εις βάρος της οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν σηματοδοτεί τόσο έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής «καθαρού εισοδήματος», όσο κυρίως έναν τρόπο συγκέντρωσης και οικειοποίησης του ήδη διαθέσιμου εισοδήματος.
Παράλληλα παρατηρούμε ότι οι σημερινές μορφές χρηματιστικής συσσώρευσης δεν επαναδιοχετεύουν τον παραγόμενο πλούτο στην οικονομία ,ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής , αλλά τον αποσπούν μονόπλευρα από τη σφαίρα της παραγωγής και τον εναποθέτουν στην χρηματοπιστωτική, δηλαδή σε αυτήν που χωρίς να παράγει συντηρείται από τις παραγωγικές δυνατότητες της πρώτης». Το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ,παραγόμενο και αναπαραγόμενο ,στη σημερινή παγκόσμια αλλά και ελληνική συγκυρία ,παράγει ασύγκριτα περισσότερες εισοδηματικές προσόδους που εκτρέφουν αργούντες αποταμιευτές ,εισοδηματίες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους απ’ ότι παραγωγικά επιχειρηματικά εισοδήματα και εργατικούς μισθούς .

Διαπιστώνεται λοιπόν μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς. Ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η μεταφορά , αν παρακολουθήσουμε τη λογική του Μαρξ[5] θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία διεύρυνσης της παραγωγής. Στις δυσκολίες δηλαδή που συναντά το Κεφάλαιο να διευρύνει την αναπαραγωγή του.


Β)

Το εφαρμοσθέν τα τελευταία σχεδόν τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα με την ολοκληρωτική απορύθμιση που επέβαλε πρωταρχικά στα καθεστώτα κίνησης των κεφαλαίων και στα θεσμικά πλαίσια διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης, με αποκλειστικό εργαλείο τους εθνικούς κρατικούς μηχανισμούς και τους πολιτικούς σχηματισμούς που βρέθηκαν στην κυβέρνηση, επεχείρησε να δώσει ώθηση στην μεγέθυνση του καπιταλιστικού συστήματος καθώς το τελευταίο είχε οδηγηθεί σε στασιμοπληθωρισμό (δεκαετία του 1970) κάτω από την καθοδήγηση της κεϋνσιανής-κλασικής ρύθμισης και των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων που είχαν δημιουργηθεί.Η ώθηση προήλθε κυρίως από τη τρομακτική διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα ο οποίος κατέστησε ιδιωτικό το χρέος που διοχετεύονταν στην καπιταλιστική μηχανή για τη συνέχιση της λειτουργίας της ως μέσο τόνωσης της ιδιωτικής ζήτησης. Ο περιορισμός των εργατικών μισθών, ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, επειδή δημιουργούσε προβλήματα στην πραγμάτωση της παραγωγής (και της υπεραξίας) «αντισταθμίστηκε» με την εύκολη πρόσβαση στο δανεισμό και το χρέος. Η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους δεν υποκατέστησε το δημόσιο χρέος, όπως εύκολα επιχειρηματολογεί η νεοφιλελεύθερη σκέψη, αλλά προστέθηκε σε αυτό δημιουργώντας μια πρωτοφανή στο μέγεθος οικονομία του χρέους, ενώ συγχρόνως ιδιωτικοποίησε τον κίνδυνο.Παράλληλα όμως δεν έχουμε μόνο τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα (ποσοτικά) αλλά και τη χρηματιστηρικοποίησή του (ποιοτική αλλαγή) γεγονός που μετατρέπει το σύνολο των ιδιωτικών και δημόσιων περιουσιών αλλά και κάθε στοιχείου του ενεργητικού σε διαπραγματευόμενο, άμεσα ή έμμεσα, χρηματιστηριακό είδος. Αυτή η μετατροπή αγγίζει τους πάντες εκόντες και άκοντες. Όλοι ανεξάρτητα της θέλησής τους γίνονται συμμέτοχοι αυτού του παιχνιδιού. Οι εργαζόμενοι μέσω του ίδιου δανεισμού για να αντεπεξέλθουν στις απαραίτητες υποχρεώσεις τους, των αποθεματικών των ταμείων τους που τοποθετούνται σε κάθε μορφής χρηματιστηριακό είδος, της όποιας περιουσίας που διαθέτουν που υπόκειται στις διακυμάνσεις των τιμών των μετοχών του χρηματιστηρίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι επιχειρήσεις εκτός των ευκόλως εννοουμένων και μέσω της στήριξης της κερδοφορίας τους από χρηματιστηριακές πράξεις. Δεν υπάρχει κανείς, άτομο ή θεσμικό υποκείμενο που να μπορεί να διαφύγει από αυτή την προδιαγεγραμμένη πορεία. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαχέεται στα κύτταρα του οικονομικού καπιταλιστικού συστήματος μετατρεπόμενο σε δομικό χαρακτηριστικό του ύστερου καπιταλισμού των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.Παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμμετέχει με βαρύνοντα ρόλο στην προσπάθεια της διευρυμένης αναπαραγωγής του (κεφαλαίου). Αυτός ο ρόλος εμπεριέχει και στοιχεία αυτονόμησής του από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να τείνει να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου και ειδικά του αμερικανικού, το οποίο τείνει να επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους.Επομένως, αν ισχύει η παραπάνω συνοπτικά εκτεθείσα συλλογιστική η βαθιά κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις γενικότερα σε όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.Ήδη η κρίση έχει παρασύρει το σύνολο των κεφαλαιαγορών του πλανήτη, δηλαδή των χρηματιστηρίων αξιών, παραγώγων και εμπορευμάτων. Η ραγδαία πτώση των μετοχικών αξιών είναι ισάξια της δημιουργηθείσας φούσκας και συμπαρασύρει όχι μόνο τους τίτλους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και τίτλους εταιρειών της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας. Αυτό έχει σχέση κυρίως με τις αρνητικές προσδοκίες που διαμορφώνονται λόγω της αναμενόμενης μείωσης της ζήτησης (καταναλωτικής και επενδυτικής) αλλά και λόγω του ότι ακόμα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων του πραγματικού τομέα της οικονομίας σε ικανό ποσοστό οφείλονταν σε χρηματοπιστωτικές επενδύσεις οι οποίες έχουν καταρρεύσει.Η έλλειψη ρευστότητας και η πιστωτική στενότητα αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της παρούσας κρίσης και ως εκ τούτου συνηγορούν στην είσοδο της καπιταλιστικής οικονομίας σε βαθιά και μακριά ύφεση. Όμως το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η κατάρρευση του συγκεκριμένου τρόπου πάνω στον οποίο στηρίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για μια δομική κατάρρευση των μηχανισμών διευρυμένης αναπαραγωγής και για αυτό το λόγο ομιλούμε για βαθιά και επίπονη κρίση. Αυτό βεβαίως δεν σηματοδοτεί την αδυναμία αναπαραγωγής του συστήματος. Τα μέτρα που λαμβάνονται, λόγω και της ιστορικής εμπειρίας, έχουν μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσουν, έστω και μεσομακροπρόθεσμα, στην πλήρη αναπαραγωγή του συστήματος. Εξάλλου το καπιταλιστικό σύστημα δεν καταρρέει από μόνο του. Μόνο ηττάται αλλά και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να επανέλθει.
Το τίμημα της παρούσας κρίσης θα είναι βαρύ και οδυνηρό.Το τίμημα θα το καταβάλλουν πρωτίστως οι αδύναμοι κρίκοι της καπιταλιστικής οικονομικής αλυσίδας. Σε επίπεδο εθνικών κρατών τα πλέον αδύναμα και τα πλέον παρασυρμένα από τα νεοφιλελεύθερα φληναφήματα και ως εκ τούτου εκτεθειμένα στην οικονομία του ρίσκου. Ήδη γνωρίζουμε τα ονόματα των πρώτων εθνικών κρατών που έχουν κηρύξει πτώχευση ή βρίσκονται στα πρόθυρα: Ισλανδία, Ουγγαρία, Ουκρανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Λιθουανία, Λετονία. Είναι σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν και άλλα. Ακόμα και οι αναπτυσσόμενες ραγδαία οικονομίες της Κίνας και της Ινδίας ήδη δέχονται σοβαρές πιέσεις και ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή. Τα κεντρικά καπιταλιστικά κράτη παρότι αποτελούν τους δημιουργούς της κρίσης θα υποστούν τις λιγότερο επώδυνες συνέπειες.Σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων και ομάδων επίσης είναι γνωστό ότι οι πρώτοι που θα κληθούν να πληρώσουν για την κρίση θα είναι οι εργαζόμενοι σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ήδη στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα (τραπεζικό, ασφαλιστικό κτλ) έχουμε απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας με αποτέλεσμα την αύξηση των ανέργων. Οι αναμενόμενες στο προσεχές μέλλον εξαγορές και συγχωνεύσεις θα οδηγήσουν σε καταστροφή ήδη λειτουργούντος φυσικού κεφαλαίου με άμεσο επακόλουθο την απώλεια νέων θέσεων εργασίας.








Γ)

Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι αν οι σημερινές περιοδικές κρίσεις , αντιπροσωπεύουν απλά πρόσκαιρες διακοπές σε μια διαδικασία επιταχυνόμενης οικονομικής μεγένθυσης ή παραπέμπουν σε σοβαρούς και μακροχρόνιους περιορισμούς στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Αν ισχύει το πρώτο τότε μπορούμε να αναμένουμε στο προσεχές μέλλον , με την απομάκρυνση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών δογμάτων και την επανάκαμψη των άμεσα παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών , τη «ρύθμιση της συσσώρευσης» σύμφωνα με κεϋνσιανές – σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και άρα την επαναδιοχέτευση του παραγόμενου πλούτου στην οικονομία ,ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής.

Αντιθέτως αν ισχύει το δεύτερο και η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παρούσα χρονική περίοδο , δηλαδή συμβάλλει αποφασιστικά στη διέξοδο του οικονομικού πλεονάσματος προσφέροντας θέσεις εργασίας και εμμέσως τονώνοντας τη ζήτηση γίνεται αντιληπτό ότι τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο.
Τούτο γιατί ως άμεσο συμπέρασμα προκύπτει η μονιμότητα των δυσκολιών της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (περίπου μια κατάσταση εμμενούς στασιμότητας της παραγωγής ) και άρα το ερώτημα μετατίθεται στο κατά πόσο μπορεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας να «φέρει εις πέρας» το φορτίο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Δεν μπορεί να υπάρξει εγγυημένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Στην παρούσα φάση της ιστορίας του καπιταλισμού – εκτός της περίπτωσης ενός διόλου απίθανου κλονισμού, όπως η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού και τραπεζικού συστήματος- η συνύπαρξη της παρατηρούμενης στασιμότητας στον παραγωγικό τομέα –των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης- και της διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.[6].
Πιστεύοντας στην ισχύ την ετερογένεια των σκοπών της ιστορίας , δεν μπορεί να αποκλεισθεί καμιά από τις δύο αλλά και όποιες άλλες εξελίξεις μπορούν θεωρητικά να υπάρξουν. Όμως πεποίθησή μας είναι ότι στο μέλλον δεν μπορεί να επαναληφθούν καταστάσεις του παρελθόντος τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι , όπως από κάθε κρίση θα υπάρξουν και νικητές και ηττημένοι. Οι ΗΠΑ παρά τα όσα λέγονται δεν θα εξέλθουν ηττημένες από την κρίση. Παρατηρώντας προσεκτικά τα γεγονότα είναι εύκολο κανείς να αντιληφθεί ότι οι υπόλοιποι κρίκοι της καπιταλιστικής αλυσίδας πλήττονται περισσότερο[7]. Αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο : η άνοδος της τιμής του δολαρίου έναντι των υπολοίπων νομισμάτων (και ειδικά του ευρώ) οφείλεται στην εισροή κεφαλαίων που εγκαταλείπουν τον υπόλοιπο κόσμο για να τοποθετηθούν σε αυτό, που μεσούσης της κρίσης, θεωρούν ασφαλέστερο μέσο, δηλαδή στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου Και αυτό παρότι η κρίση προήλθε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα των ΗΠΑ.








Δ)

Μεσούσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης όλοι οι διεθνείς παράγοντες της πολιτικής, ανεξαρτήτως ιδεολογικού στίγματος,(από τους βρετανούς συντηρητικούς έως τη σοσιαλιστική διεθνή) έχουν αναλωθεί σε προτάσεις διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αποτροπής των καταστροφικών συνεπειών της οικονομικής κρίσης.
Ο στόχος είναι να διατηρηθεί υπό έλεγχο αυτή η κρίση και να αποτραπεί η αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού. Μία μέθοδος είναι να απομακρύνεις το δημόσιο διάλογο από το θέμα του αν και πώς οι ριζοσπαστικές αλλαγές του βασικού οικονομικού συστήματος μπορεί να είναι η καλύτερη «λύση». Οι δεξιοί, οι κεντρώοι ακόμα και οι περισσότεροι αριστεροί σχολιαστές ασκούν αυτό τον ιδεολογικό έλεγχο, άλλοι συνειδητά και άλλοι όχι. Έτσι στις αντιπαραθέσεις αυτοί που ζητούσαν «περισσότερη ή καλύτερη κυβερνητική ρύθμιση» των χρηματιστικών αγορών, υπερίσχυσαν αυτών που ακόμα «εξακολουθούν να έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στην ελεύθερη αγορά». Και οι δύο πλευρές περιορίζουν το δημόσιο διάλογο στο περισσότερη ή λιγότερη κρατική παρέμβαση για «να σωθεί η οικονομία». Έχουμε επίσης διαμάχες για τις λεπτομέρειες της κρατικής παρέμβασης: οι πολιτικοί θέλουν «να βοηθήσουν τα θύματα του κλεισίματος των επιχειρήσεων», ή θέλουν «να περιορίσουν τα πακέτα πληρωμών των κεφαλαιούχων», ή θέλουν «να πετάξουν τα σάπια μήλα έξω από την χρηματοπιστωτική βιομηχανία», ενώ οι εκπρόσωποι των διάφορων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προσπαθούν να διαμορφώσουν τις λεπτομέρειες έτσι ώστε να ταιριάζουν στα συμφέροντά τους. Όλοι όσοι συμμετέχουν στο «διάλογο» προβαλλόμενοι κατά κόρον από τα ΜΜΕ ,είναι εκείνοι που με τον ένα ή άλλο τρόπο συμμετείχαν από κυβερνητικές θέσεις ή αποτελούν μέρος του ακαδημαϊκού κατεστημένου ή του χρηματοπιστωτικού τομέα στη δημιουργία αυτής της κρίσης. Όλοι όσοι προκάλεσαν αυτοί την κρίση έρχονται τώρα να εισηγηθούν μέτρα για την υπέρβασή της. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι κρίσεις πάντα γεννούν «λύσεις» –όπως οι προηγούμενες– οι οποίες συντηρούν το βασικό σύστημα. Χρειάζεται επίσης να προωθήσουμε εναλλακτικές που δεν υπόκεινται στο κατεστημένο και διευρύνουν τη συζήτηση, αναδεικνύοντας τους κινδύνους της μη αλλαγής του συστήματος αλλά και τα οφέλη της αλλαγής.


Είναι εντυπωσιακό και συγχρόνως αποκαλυπτικό ότι κατά περίεργο τρόπο οι προτάσεις είναι πανομοιότυπες .Οι G-20 στην πρόσφατη σύνοδο της Ουάσιγκτον συμφώνησαν ότι …..συμφωνούν ότι χρειάζεται …διαφάνεια …έλεγχος…ελεγκτικοί μηχανισμοί… κτλ. Όλοι όσοι γνωρίζουν την ιστορία και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος τα τελευταία 20 χρόνια μόνο να γελάσουν τρανταχτά δύνανται. Βεβαίως παραμένουν μόνο προτάσεις οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα .
Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε τα εξής: το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα είναι το τελευταίο βαγόνι ενός τραίνου, το οποίο σύρεται από το βαγόνι του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος, το οποίο με τη σειρά του σύρεται από το βαγόνι της εφαρμοσμένης Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο σύρεται από το βαγόνι του επικρατούντος υποδείγματος ή του επικρατούντος επιστημονικού προγράμματος της Οικονομικής Θεωρίας, το βαγόνι του οποίου με τη σειρά του έχει επιλεγεί εκ μέρους των κυρίαρχων κυβερνήσεων των ανεπτυγμένων χωρών και οι οποίες αποτελούν την ατμομηχανή της όλης διαδικασίας.
Οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι χωρίς αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος, οι όποιες αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελούν πομφόλυγα η οποία θα εκραγεί με βαρύτερο κρότο στην επομένη χρηματοπιστωτική κρίση η οποία θα συμβεί πάλι σε «ανύποπτο» (πολύ κοντινό ) μελλοντικό χρόνο.
Τι προσπαθούμε να υποστηρίξουμε γράφοντας τα παραπάνω; Ότι ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν είναι καθόλου ανεξάρτητος από τον θεσμοθετημένο ρόλο λειτουργίας του ΔΝΣ και των πυλώνων διαχείρισης και εφαρμογής της απορρέουσας εξ αυτού , οικονομικής πολιτικής . Δηλαδή του ΔΝΤ, ΠΟΕ , Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και όλων των δημιουργηθέντων εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών (γιατί υπάρχουν και τέτοιοι) όπως της Τραπέζης Διεθνών Διακανονισμών, The Basel Committee on Banking Supervision, της Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικών Προτύπων(ISAC), The Committee on the Global Financial System (CGFS), The Committee on Payment and Settlement Systems (CPSS) the Financial Stability Institute (FSI),τα υποδείγματα διαχείρισης κινδύνων που έχουν αναπτυχθεί από τις μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη , τις διευθύνσεις Διαχείρισης Κινδύνων που δημιουργήθησαν εντός των τραπεζικών ιδρυμάτων οι οποίοι αποδείχτηκαν αναποτελεσματικοί και ανίκανοι όχι μόνο να προστατεύσουν την παγκόσμια οικονομία από την βρισκόμενη σε πλήρη εξέλιξη συστημική κρίση αλλά και να προβλέψουν έστω και υπαινικτικά την επερχόμενη καταστροφή για τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπηρετούν.[8]
Το πρόβλημα συνίσταται ότι οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν στις αστοχίες της αγοράς που απορρέουν από τον τρόπο λειτουργίας του νεοκλασικού υποδείγματος στο οποίο είναι δομημένο το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό υπόδειγμα . Έτσι οι ρυθμίσεις κατευθύνονται ουσιαστικά στην διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των συνδεδεμένων άμεσα με αυτό υπολοίπων συστημάτων (τραπεζικού ,κεφαλαιαγοράς, ασφαλιστικών εταιριών, συστήματος πληρωμών…) όπως αυτή εννοιολογικά συλλαμβάνεται από το νεοκλασικό υπόδειγμα.[9] Στον τρόπο λειτουργίας του ΔΝΣ συμπυκνώνεται ο τρόπος ρύθμισης της οικονομίας σύμφωνα με το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα που καθίσταται τέτοιο μόνο μετά την υιοθέτησή του από την(τις) κυρίαρχη(ες) δύναμη(εις) του πλανήτη. Το καθεστώς που διέπει τον καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών εκφράζει συμπυκνωμένα αλλά επακριβώς τα καθεστώτα που διέπουν: α) το διεθνές εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών και β) τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Ως εκ τούτου εκφράζει την κυρίαρχη άποψη του επικρατούντος οικονομικού υποδείγματος και της οικονομικής θεωρίας που το στηρίζει. Η αδυναμία συμφωνίας, σε θεωρητικό επίπεδο , για το κατάλληλο καθεστώς του ΔΝΣ , και η διαδοχική εφαρμογή διαφόρων καθεστώτων στα τελευταία 200 χρόνια , δείχνει ότι το πρόβλημα επιλύεται στο πλαίσιο κατίσχυσης των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων ή της ηγεμονικής δύναμης και των περιορισμών που επιβάλλει η φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Επομένως ,όπως εύκολα γίνεται κατανοητό , το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να αναλυθεί η παρούσα κρίση είναι το σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που καθιερώθηκε μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods (1944), το οποίο δημιουργήθηκε πάνω στα χαλάσματα του Συστήματος Ανταλλαγής Χρυσού (Gold Exchange Standard) ( Genova 1922) και το οποίο δημιουργήθηκε πάνω στα συντρίμμια του Συστήματος Χρυσού ( Gold Exchange).(1844)[10] .
Η διαδοχή αυτή δεν μπορεί παρά να εκφράζει αφενός τα δημιουργούμενα αδιέξοδα των παραπάνω συστημάτων και αφετέρου τις αναγκαίες συνεχείς απαιτήσεις για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος τις οποίες καλείται να διεκπεραιώσει ως φορέας ιδίων συμφερόντων η εκάστοτε ηγετική δύναμη ή ομάδα των κυρίαρχων χωρών.
Η ηγετική δύναμη ή ομάδα μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναπαράγει αφενός συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν ξέρει αφετέρου να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της[11].
Είναι γνωστό ότι τα κοινωνικο-ιστορικά υποκείμενα (φυσικά ή θεσμικά) παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία καθιστώντας την ανοιχτή ως προς τις πιθανές εκβάσεις , γιατί δεν δρα εντός της μια πάγια ιεραρχία παραγόντων , όπου ο ένας είναι πιο καθοριστικός από κάποιον άλλον, αλλά το βάρος και η σπουδαιότητά τους ποικίλλουν συνεχώς ανάλογα με τη συγκυρία. Έτσι η Ιστορία αποκαθάρεται από κάθε είδος εσχατολογικές προσεγγίσεις.
Οι συμφωνίες για την όποια μεταρρύθμιση του ΔΝΣ , που αποτελεί το πρώτο και ουσιαστικό πρόβλημα, πρέπει να συνοδεύονται απαραιτήτως από συγκεκριμένους κανόνες για το σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής στην παγκόσμια οικονομία. Η θέσπιση τέτοιων κανόνων απαιτεί είτε διευρυμένη και απρόσκοπτη συνεργασία των εθνικών οικονομικών αρχών κατά το σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής είτε την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης ασύμμετρης σχέσης μεταξύ των χωρών που συμφωνούν στη μεταρρύθμιση. Ωστόσο , οι αναγκαίες αυτές συνθήκες δεν ικανοποιούνται στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Οι κυριότερες αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν κοινούς κανόνες στο σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής. Στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον ,στο οποίο οι νομισματικές αρχές των κυριοτέρων βιομηχανικών χωρών διατηρούν την πλήρη ανεξαρτησία τους καμία δέσμευση δεν μπορεί να παραμείνει ισχυρή και ανθεκτική για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ ανεξαρτήτων εθνικών χωρών για το σχεδιασμό κοινής νομισματικής πολιτικής πάσχει αναπόφευκτα από έλλειψη αξιοπιστίας.
Η πρώτη συστηματική «ειδική» ματιά δείχνει απροκάλυπτα τις ασυνάρτητες ρητορείες που εκστομίζονται από την διεθνή και εγχώρια πολιτική τάξη. Εκτός και αν γνωρίζοντες την πραγματικότητα μας λοιδορούν με πομφόλυγες τύπου Παγκόσμιας Διακυβέρνησης .

Όμως σχετικά με τα μελλούμενα υπάρχει κάτι που πρέπει να προβληματίσει πολύ περισσότερο από όλους την Αριστερά. Βλέπουμε ότι οι θεωρίες της Αριστεράς για τον αντικοινωνικό και πιθανόν ακραίο χαρακτήρα του καπιταλισμού επαληθεύονται, και οι αριστεροί χαμογελούν, τρίβοντας τα χέρια τους και είναι έτοιμοι για τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της κρίσεως. Θα έπρεπε; Ή ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούν πόσο προετοιμασμένοι είναι να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα κρίση με αριστερές εναλλακτικές; Όχι μόνο με θεωρίες, αλλά με πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική ισχύ να συγκρουσθούν με την ηγεμονία που βρίσκεται σε κρίση. Είναι έτοιμοι να αναλογιστούμε αν τα μέτρα που λήφθηκαν από τις κυβερνήσεις δεν θα σημαίνουν περισσότερα βάσανα για τους φτωχούς, περισσότερη απελπισία, εγκατάλειψη, ανεργία και επισφαλή εργασία, χωρίς οι άνθρωποι να μπορούν να δουν εναλλακτικές;Αν είναι απλά έτοιμοι να παίξουμε έναν διανοητικό ρόλο, αυτόν των επικριτών του καπιταλισμού, αυτή η κρίση είναι μια μεγάλη γιορτή. Μπορούν να πανηγυρίζουν και να παράγουν –ημέρα με την ημέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα– νέα άρθρα τα οποία προβλέπουν –«όπως έχουμε ήδη γράψει»– το σύντομο τέλος του καπιταλισμού.[12]

Ολόκληρο το άρθρο έχει δημοσιευθεί στη Μηνιαία Επιθεώρηση 49 , Ιανουάριος 2009.



ΙΙ Προβληματισμοί και Ζητήματα της Ευροζώνης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και το αποτύπωμα του ΟΑΕΔ

  6136 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το Α΄ τρίμηνο του 2021 από τον ΟΑΕΔ μέσω των προγραμμάτων απασχόλησης. Τα προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ επιχορηγούν μέχρι και το 100% του μισθού και των εισφορών, πράγμα που σημαίνει πως ο ΟΑΕΔ δίνει σχεδόν τσάμπα το εργατικό δυναμικό στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στα προγράμματα. Είναι ικανοποιητικός ο αριθμός των 6137 θέσεων εργασίας για το Α τρίμηνο μέσα σε αυτό το κλίμα της πανδημίας και της εν δυνάμει μαζικής ανεργίας? Τα ποσοστά λένε καλύτερα την αλήθεια. Οι 6136 θέσεις εργασίας αποτελούν το 0,5% του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων. Τον Μάρτιο του 2021 οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ανήλθαν στο 1εκ 144 χιλιάδες 791!!!

Το Κρητικό Ζήτημα

1η Δεκεμβρίου 1913... Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα... Aπό το http://sofoscrete.blogspot.com/ Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες, εν τούτοις είδαν με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία. Η αγγλική εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας. Ο στόχος αυτός συνδυαζόταν με το έτερο δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ως ανάχωμα στην πάγια επιδίωξη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της καθόδου δηλαδή της Ρωσίας στη ζεστή θάλασσα, το Αιγαίο. Και δεν εναντιώθηκε μόνο το 1830 η ευρωπαϊκή διπλωματία στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά πάντοτε όταν... οι Κρήτες επαναστατούσαν κατά της τ

Εν ευθυμία ο Νομάρχης

Ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφέθηκε, τελικά, ο Δήμαρχος Αθηναίων μετά τη χθεσινοβραδινή σύλληψή του και την εκκίνηση της αυτόφωρης διαδικασίας.