Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Από την παρουσίαση του βιβλίου Μαζί τα φάγαΤε στο Ηράκλειο Κρήτης 23/7/2012

φωτογραφία.JPGφωτογραφία.JPGφωτογραφία.JPG
Σας παραθέτουμε τις εισηγήσεις των κκ. Κασωτάκη Μιχάλη Καθηγητή Πανεπιστημίου και Παναγιώτη Περυσινάκη Δικηγόρου-Νομικού Συμβούλου, κατά την παρουσίαση του Βιβλίου "Μαζί τα φάγαΤε" . Οι άλλες εισηγήσεις των κ Συγγελάκη και της συντονίστριας της παρουσίασης κ. Πολύζου δεν υπάρχουν σε γραπτό κείμενο και θα σας τις παρουσιάσουμε μετά την απομαγνητοφώνηση

Μιχάλης Κασωτάκης: 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ  ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΑΚΗ
«ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΤΕ»
ΑΘΗΝΑ: ΕΚΔ: ΟΣΕΛΟΤΟΣ, 2012
        Κυρίες και κύριοι,
κατ’ αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τον εκλεκτό συμπατριώτη μου κ. Γεώργιο Μακράκη για την τιμή που μου έκαμε να με περιλάβει σ’αυτούς που θα παρουσιάσουν απόψε (23/7/2012), στο Ηράκλειο, το πρώτο του βιβλίου, με τον τίτλο: «Μαζί τα φάγατε».

   Το Γιώργο Μακράκη, ένα νέο και πολλά υποσχόμενο Λασιθιώτη, τον γνώρισα πριν μερικά χρόνια, ως Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των εν Αθήναις Λασιθιωτών «Ο ΔΙΚΤΑΙΟΣ». Εντυπωσιάστηκα από τη δραστηριότητα που ανέπτυξε στο πλαίσιο του Συλλόγου αυτού και από τις αξιέπαινες πρωτοβουλίες που πήρε. Με κατέπληξαν οι πολυάριθμες και πολυποίκιλες ικανότητές του, αλλά περισσότερο απ΄ όλα η αγάπη του για τη γενέτειρά μας, το Οροπέδιο Λασιθίου, και το πείσμα του να αγωνισθεί για την ανάπτυξη του τόπου μας. Συνεργάστηκα μαζί του αρκετές φορές, με την ευκαιρία της οργάνωσης διαφόρων εκδηλώσεων, και είχα, έτσι, τη δυνατότητα να εκτιμήσω, από πρώτο χέρι, τα πνευματικά και ηθικά του χαρίσματα, την ευθύτητα και την τιμιότητά του, την αγωνιστική του διάθεση, την αφοσίωσή του σε υψηλά ιδεώδη και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
      Εύλογο, λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος με τέτοιες αρετές, ο οποίος αγωνίστηκε για να κατακτήσει, με τίμια μέσα, μια θέση δημοσίου υπαλλήλου σε κρατικό οργανισμό και κέρδισε επάξια όποια αξιώματα κατέλαβε, κατά καιρούς, να νιώσει θιγμένος από την ατυχή φράση κορυφαίου πολιτικού, του Θ. Πάγκαλου: «μαζί τα φάγαμε». Για τους ίδιους λόγους ήταν επόμενο να τον κατακλύσει θυμός, όταν ή ίδια εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα, χαρακτήρισε συλλήβδην των δημοσίους υπαλλήλους, ως «κοπρίτες».
    Προϊόν του ξεσπάσματος του θυμού αυτού αποτελεί το παρόν βιβλίο. Είναι καρπός της οργής που προκάλεσε στο συγγραφέα του η προσπάθεια ορισμένων να μεταθέσουν μέρος της ενοχής για τη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου από τα υπεύθυνα πολιτικά πρόσωπα στον ανώνυμο λαό. Είναι απόρροια της αγανάκτησης που δημιουργεί σ’ένα έντιμο και ενάρετο πολίτη αυτό που υπονοεί η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε», το μοίρασμα δηλαδή της ευθύνης ανάμεσα σ’ όσους χειρίστηκαν επί πολλά χρόνια την εξουσία και σ΄ όσους απλώς την υπέστησαν.
    Το υπό παρουσίαση βιβλίο ανταπαντά στην παραπάνω «ατάκα» του Θ. Πάγκαλου μετατρέποντας την σε: «μαζί τα φάγατε». Ο συγγραφέας απορρίπτει το χαρακτηρισμό του «κοπρίτη» δημοσίου υπαλλήλου, πρώτα για τον εαυτό του και, κατόπιν, για τη μεγαλύτερη μερίδα των συναδέλφων του. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι αν υπάρχουν στο δημόσιο χώρο κάποιοι- λιγοστοί πάντως- για τους οποίους ταιριάζει ο χαρακτηρισμός αυτός, υπεύθυνοι είναι εκείνοι που ρουσφετολογικά και αναξιοκρατικά τους διόρισαν. Υπεύθυνοι είναι αυτοί που με περισσή αναίδεια τους κρατούν στο δημόσιο τομέα, για να εξασφαλίζουν την ψήφο τους. Υπεύθυνοι είναι αυτοί που δημιούργησαν το θεσμό του ΑΣΕΠ, αλλά βρήκαν, κατόπιν, χίλιους δυο τρόπους να τον παραβιάζουν ως δήθεν βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό, επειδή δεν εξυπηρετούσε την πελατειακή τους τακτική. 
    Παίρνοντας αφορμή από τις παραπάνω φράσεις του Πάγκαλου, ο συγγραφέας του βιβλίου προβαίνει σε μια ευρεία οξύτατη κριτική κατά του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τη μεταπολίτευση και εξής, αν και αρκετά από τα παρακμιακά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν το πελατειακό Ελληνικό Κράτος έχουν παλαιότερες ρίζες, στις οποίες ανατρέχει συχνά ο κ. Μακράκης.
     Πρόθεσή του δεν είναι, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, να θίξει την υπόληψη του παραπάνω προσώπου, ούτε άλλων πολιτικών. Επιθυμεί, απλώς, να καταγγείλει φαινόμενα που λειτούργησαν στρεβλωτικά μέσα στην ελληνική κοινωνία και την οδήγησαν στην κρίση, την οποία σήμερα αντιμετωπίζει. Στη διόγκωσή τους συνέβαλαν πρωτίστως οι πολιτικοί ιθύνοντες τους οποίους συμβολικά αντιπροσωπεύει ο τέως Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Θ. Πάγκαλος, που βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου.
      Στην κατηγορία των φαινομένων αυτών ανήκουν το ρουσφέτι, η κομματική εξάρτηση, η υποταγή του συνδικαλισμού στις κομματικές επιταγές, η αναξιοκρατία, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η ατιμώρητη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, η παραπλάνηση των πολιτών από τα ΜΜΕ, η άκρατη ευζωϊα με δανεικά, η απόλαυση και η καλοπέραση χωρίς την αναγκαία προσπάθεια, η απαξίωση των κοινωνικών θεσμών, με πρώτο το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας, η υποβάθμιση της λεκτικά «δωρεάν» αλλά στην πράξη πανάκριβης παιδείας, ο προκλητικός νεποτισμός και άλλα παρόμοια.
 Για όλα αυτά ο συγγραφέας διατυπώνει δριμύ κατηγορώ εναντίον των πολιτικών  όλων των παρατάξεων που χειρίστηκαν τις τύχες της χώρας από τη μεταπολίτευση και εξής, ιδιαίτερα δε τα τελευταία χρόνια. Δημιούργησαν ένα κομματικό κράτος που τους βόλευε και τους εξυπηρετούσε. Δημιούργησαν παραμηχανισμούς που υπέσκαψαν τα υγιή θεμέλια της κοινωνίας και υποθήκευαν την πρόοδο και την ανάπτυξή της.  Όλα αυτά ο Μακράκης τα τεκμηριώνει με συγκεκριμένα παραδείγματα και τα στηρίζει σε αντίστοιχα γεγονότα, τα οποία αντλεί από τον τύπο, κυρίως, αλλά και από άλλες πηγές. Για τη θεμελίωση των καταγγελιών του χρησιμοποιεί συχνά και την προσωπική και οικογενειακή του εμπειρία, καθώς και τα προσωπικά του βιώματα, στοιχείο που προσδίδει στο έργο του έντονα προσωπικό και βιωματικό χαρακτήρα.
    Τα γράφει, μάλιστα, όλα αυτά, όχι μόνο για να ξεθυμάνει, όπως ο ίδιος επαναλαμβάνει πολλές φορές, αλλά, κυρίως, για να ικανοποιήσει τη βαθιά του ανάγκη να νιώσει ως ενεργός πολίτης, ο οποίος ασχολείται με τα κοινά χωρίς υστεροβουλίες και φτηνές σκοπιμότητες. Ελπίζει ότι το παράδειγμά του θα μιμηθούν και άλλοι, οι οποίοι σιγά-σιγά θα γίνουν πολλοί. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή.
    Παραθέτω μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο του, τα οποία επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα. «Κι αν με όλα αυτά σας μπέρδεψα…. είναι γιατί, αν και δημόσιος υπάλληλος-κοπρίτης, έχω το κουσούρι να ασχολούμαι με τα της υπηρεσίας μου ….. και ακόμα χειρότερα έχω το κουσούρι να με νοιάζει. Κι αν με ρωτάνε τι κάνω εκτός από το να με νοιάζει, θα σας πω ότι αποφάσισα να ασχολούμαι. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να ενημερώνομαι για τα τεκταινόμενα. Έτσι, έγινα συνδικαλιστής, χωρίς προνόμια και αμοιβές, όπως σας λένε και όπως ίσως ισχύει για άλλους. Έτσι, λοιπόν, έφτιαξα κι ένα blog (ταπεινό blog, πολύ μακριά από τα εκατομμύρια που χρειάστηκε η ιστοσελίδα του Ι.Κ.Α.) για να αλληλοενημερώνομαι με τους συναδέλφους….. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα ότι εγώ θα συμμετέχω στο δημόσιο διάλογο …. κι έτσι γράφω και το βιβλίο αυτό. Και αν και εσύ διαβάζεις αυτό το βιβλίο, είναι γιατί …. σε νοιάζει και σένα. Κι αν διαφωνείς με τα γραφόμενα κι αν συμφωνείς και αν υπερθεματίζεις, κατά βάθος, σημασία έχει να σε νοιάζει. Και όταν όλη αυτή η έγνοια βρει δίαυλο επικοινωνίας, κάτι μπορεί να αλλάξει και θα αλλάξει» (σελ. 51).
      Ο συγγραφέας δεν «μασάει» τα λόγια του. Με απαράμιλλο θάρρος και περισσή παρρησία καταγγέλλει και κατονομάζει πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν σε νοσηρές κοινωνικό-πολιτικές καταστάσεις, εξέθρεψαν το έκτρωμα του δημόσιου χρέους και δημιούργησαν στο τέρας που ακούει σήμερα στο όνομα: κρίση.  Με το ίδιο θάρρος και με την ίδια αποφασιστικότητα αντιτίθεται στο κατεστημένο, αν και διατυπώνει έμμεσα το φόβο ότι μπορεί να στραφεί ακόμη και εναντίον του. Και δεν παραμένει μόνο σε λόγια, από τα οποία, δυστυχώς, έχουμε χορτάσει. Με το παράδειγμα της ζωής του κάνει πράξη όσα πρεσβεύει στο βιβλίο του. Νιώθει έντονα την ευθύνη του απέναντι στη νέα γενιά, απέναντι στα παιδιά του και στα μελλοντικά εγγόνια του, απέναντι στις χιλιάδες των νέων, που για πρώτη φορά, όπως φαίνεται, θα ζήσουν μια ζωή δυστυχέστερη από εκείνη των προγόνων τους. Θέλει να τους πει ότι γι’αυτό το «κατάντημα» κάποιοι έχουν μείζονα ευθύνη, την οποία δεν μπορούν να αποποιηθούν επικαλούμενοι τη συλλογική υπευθυνότητα, αυτήν που υπονοεί η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε». Αισθάνεται επιτακτικά το χρέος να πει την αλήθεια στους ανέργους που καθημερινά συναντά, λόγω της εργασίας του (είναι εργασιακός σύμβουλος στον ΟΑΕΔ) ως προς το ποιοι φταίνε για την κατάσταση αυτή και να κηρύξει, με όποιον τρόπο μπορεί, τον αγώνα για την ανατροπή της. Θέλει, ακόμη, να διακηρύξει  σε όλους ότι ό ίδιος έκαμε και θα συνεχίσει να κάνει το καθήκον του, αυτό που του επιβάλλει το χρέος του.
     Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν και κάποια στοιχεία αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον Αρκεί, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, να υπάρξει συμπόρευση όλων, με στόχο τη ριζική αναμόρφωση της κοινωνίας και την εξάλειψη των αιτίων που προκάλεσαν τη σημερινή κρίση, η οποία δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση. Είναι η συνέπεια της απουσίας ουσιαστικής παιδείας του λαού μας και το αποτέλεσμα επιβλαβών συνηθειών και καταναλωτικών νοοτροπιών που σκόπιμα, κατά τον συγγραφέα, κάποιοι καλλιέργησαν στις λαϊκές μάζες, για να μπορούν εύκολα να τις χειραγωγούν και τις κατευθύνουν προς επιλογές που τους εξυπηρετούν.
     Ο αγώνας για την αλλαγή αυτή δεν θα είναι εύκολος. Στο τέλος, όμως, θα βγούμε νικητές, υποστηρίζει ο Μακράκης, αρκεί να πιστέψουμε σ’αυτόν τον αγώνα, να μη απογοητευθούμε από την ενδεχόμενες ενδιάμεσες αποτυχίες και να διεκδικήσουμε εκείνο που ο κάθε πολίτης δικαιούται. Παράλληλα, όμως, οφείλει ο καθένας να προβεί στη αυτοκριτική του, στον αυτοέλεγχο των πράξεων και των ενεργειών του και στην επανεξέταση της δράσης του ως ενεργού και υπεύθυνου πολίτη. Ας σκεφτεί ο καθένας τι έπρεπε να κάμει και δεν το έπραξε; Μέσα από τη διαδικασία αυτή θα αναθεωρήσουμε ιδέες και αντιλήψεις και θα αναμορφώσουμε τις πρακτικές που μέχρι σήμερα επέτρεπαν να λειτουργεί ανεμπόδιστα το φαγοπότι, το οποίο ο συγγραφέας καταγγέλλει στο βιβλίο του.
    Στις αρετές του βιβλίου περιλαμβάνεται, επίσης, η αμεσότητα του λόγου και η ευχέρεια με την οποία ο συντάκτης του χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, κι ας είναι το πρώτο του βιβλίο. Το κείμενό του έχει, πολλές φορές, τη ζωντάνια του προφορικού λόγου, με τις παρενθετικές προτάσεις, τα καυστικά σχόλια μέσα σε αγκύλες, τα δήθεν φραστικά λάθη, αλλά και με το αυτοσαρκασμό στον οποίο προσφεύγει μερικές φορές. Η ζωντάνια αυτή δε μειώνει καθόλου τη σοβαρότητα του κειμένου και δεν υποβαθμίσει την αξία όσων αναφέρονται σ’αυτό. Αντίθετα, με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας κρατεί το αναγνώστη σε συνεχή εγρήγορση, προσφέροντάς του ένα κείμενο με βαθιά νοήματα και με έντονο κοινωνικο-πολιτικό προβληματισμό σε απλή αλλά όχι απλοϊκή γλώσσα.
     Στόχος του συγγραφέα, όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν ήταν να βρει τη λύση στην πολιτική κρίση που μαστίζει τη χώρα.  «Στόχος μου είναι», σημειώνει ο Μακράκης, «να καταστήσω αντιληπτή, μέσα από την ανάδειξη των παθογενειών του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό εκφράστηκε από τα μεγάλα κυρίως κόμματα, την αναγκαιότητα μιας θεσμικής κυρίως αλλαγής, που θα επιφέρει μια  αλλαγή νοοτροπίας, που θα επιφέρει με τη σειρά της ελπιδοφόρα πορεία και προοπτική αλληλέγγυας κοινωνίας». Στόχος του είναι να ξυπνήσει τον αναγνώστη από το λήθαργο της δανειακής ευζωίας και της ψεύτικης καλοπέρασης, να απευθυνθεί στις συνειδήσεις των πολιτών, να  «εξεγείρει τον δήμο» ενάντια σε ό,τι του στέρησαν και συνεχίζουν να του στερούν, δηλαδή τη γνήσια ελευθερία και την αληθινή δημοκρατία. Από τη συνειδητοποίηση αυτή θα προέλθει  η εξέγερση που θα οδηγήσει, κάποτε, στη Νίκη.   
    Ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με το συγγραφέα σε επιμέρους σημεία του βιβλίου του, είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει την άποψη ότι ο συντάκτης του δεν πέτυχε το στόχο που επιδίωκε, όπως τον προσδιορίσαμε παραπάνω.  Δεν νομίζω ότι θα είναι πολλοί εκείνοι που, αφού θα έχουν διαβάσει το βιβλίο αυτό, θα ξαναγυρίσουν αμέριμνοι στον καναπέ του σαλονιού τους, τυλιγμένοι στη ραστώνη της απραξίας, χωρίς να νιώθουν κάτι να τους τσιμπάει: την ενοχή δηλαδή της αδράνειας, τις τύψεις που γεννά η τακτική του «δε βαριέσαι» ή του «ωχ αδερφέ». Το τσίμπημα αυτό της συνείδησης του αναγνώστη θα δικαιώσει την επιτυχία του βιβλίου.
    Ο Μακράκης μας καλεί όλους να «γυρέψουμε μαζί του», με αισιοδοξία. εκείνο που ο ίδιος γυρεύει: «δεν ζητώ», γράφει, «να μου ανήκει το μέλλον του κόσμου. Αυτό που εγώ γυρεύω, ετούτη.. τη στιγμή, είναι να μου ανήκει το παρόν. Ναι, η αισιοδοξία χρειάζεται, αλλιώς δεν έχουμε τρόπο αντίστασης. Ωστόσο αισιοδοξία σημαίνει καθημερινός αγώνας, για να αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλύτερο, ν’ αλλάξουμε την Ελλάδα προς το καλύτερο, να δώσουμε όλοι τον καλύτερο εαυτό μας για μας τους ίδιους και για το κοινό καλό, να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, να απαιτήσουμε και να δημιουργήσουμε μια καλύτερη δημοκρατία που θα κρατεί ο δήμος….. και ο δήμος δεν θα κρατείται».
    Και προσθέτουμε εμείς ότι μπορούμε να κάνουμε πράξη το παραπάνω όραμα, ξεπερνώντας ο καθένας τις μικρές ή μεγάλες «κουτοπονηριές», στις οποίες τον έθισε και τον εγκλώβισε το διεφθαρμένο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, και αποδιώχνοντας από επάνω του την αδράνεια και την αδιαμαρτύρητη αποδοχή του, η οποία οδηγεί στη συνενοχή.
  Την πιο μεγάλη ευθύνη έχουν όσοι γνώρισαν τη σαθρότητα του καθεστώτος αυτού και υπέστησαν τις συνέπειές του. Όσοι ξέρουν καλά τα πράγματα. Γιατί, όπως, τονίζει ο συγγραφέας  όσοι κατάφεραν να ακούσουν το τραγούδι των Σειρήνων και δεν πλανήθηκαν απ’αυτό έχουν πιο μεγάλη ευθύνη από τους άλλους. Ας γίνουν αυτοί που δεν σαγηνεύτηκαν από τις Σειρήνες του πρόσφατου παρελθόντος, που τόσο επιδέξια μας περικύκλωσαν, με τη βοήθεια των εταίρων μας, οι νέοι ταγοί της κοινωνίας, αυτοί που θα δημιουργήσουν ένα νέο άφθαρτο πολιτικό σύστημα. Το έχει ανάγκη  η χώρα. Το έχουν ανάγκη τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Το οφείλουμε στους προγόνους μας.
   Ευχαριστώ το Γιώργο Μακράκη, γιατί το διάβασμα του βιβλίου του με βοήθησε να ξεκαθαρίσω καλύτερα μέσα μου ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος μου στο νέο κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο που διαμορφώνεται και, προπάντων, για την αισιοδοξία που μου δημιούργησε η διαπίστωση ότι κρίση δεν έχει αφανίσει τους γνήσιους ιδεολόγους, τους πραγματικούς αγωνιστές που κρατούν ψηλά τη σημαία και διαλαλούν, όπως ο συγγραφέας: «Είμαστε Νικητές γιατί καταλάβαμε πως εύκολα μπορούμε να ξεκολλήσουμε από τα γρανάζια». Είμαστε Νικητές, γιατί νιώθουμε υπερήφανοι, κι ας προσπαθούν να μας υποτιμήσουν, με κάθε τρόπο και κάθε στιγμή, οι δανειστές μας, αυτοί που πήραν από μας το φως και την αλήθεια. Είμαστε ευτυχείς γιατί νιώθουμε άνθρωποι που το σαθρό κοινωνικο-πολιτικό μας σύστημα δεν μπόρεσε να αλλοτριώσει. Είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε για ένα άλλο όραμα, που μας αξίζει.
   Περιττεύει, ύστερα από όλα αυτά να τονίσω ότι συνιστώ τη μελέτη του συγκεκριμένου βιβλίου σε κάθε Έλληνα που προβληματίζεται για τον τόπο του και διερωτάται για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
 Tελειώνοντας, εύχομαι στο φίλτατο συντοπίτη, Γιώργο Μακράκη, να συνεχίσει με την ίδια αγωνιστικότητα την προσπάθειά του και να έχει υγεία και δύναμη, για να μπορεί να μας δώσει στο άμεσο μέλλον και άλλα πνευματικά του δημιουργήματα.

                                                                         Καθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Του Παναγιώτη Περυσινάκη (PPerysinakis@aol.com)

Η συγγραφή και η έκδοση ενός οποιουδήποτε βιβλίου είναι μέγα κατόρθωμα. Είναι προσήκον σε μια τέτοια περίσταση να λέει κανείς δυο κουβέντες για το δημιούργημα και για το δημιουργό. Αν οι δυο κουβέντες είναι ειλικρινείς και σωστές πιάνουν τόπο. Δυστυχώς το πρόβλημα είναι – το οποίο βρίσκεται και στην καρδιά του συγκεκριμένου βιβλίου – πως δεν αρκεί να λέει κανείς σωστές κουβέντες, αλλά πρέπει να είναι και ο ίδιος σωστός. Ό,τι δεν λέγεται από αξιόπιστα χείλη δεν πιάνει τόπο. Για παράδειγμα, αν είσαι συγγραφέας και έχεις μόλις εκδόσει ένα βιβλίο, δε θα κάμεις δα το λάθος να καλέσεις τον κουμπάρο σου να σου το παινέσει, γιατί τον κουμπάρο δε θα τον ακούσει κανείς. Ό,τι πει ο κουμπάρος, οσοδήποτε σωστό ή αντικειμενικό θα θεωρηθεί μεροληπτικό και θα αντιμετωπιστεί καχύποπτα ως σύμπτωμα νεποτισμού.
Για κακή μου τύχη, τούτος ο συγγραφέας έκαμε αυτό ακριβώς το λάθος. Μου έκαμε την μεγάλη τιμή να με καλέσει εδώ να μιλήσω παραβλέποντας αυτό το σκόπελο, αυτή την ιδιαίτερη σχέση, την κουμπαριά, που μας συνδέει. Κι έτσι τώρα βρίσκω τον εαυτό μου σε μια ιδιαίτερα μειονεκτική και δυσχερή θέση. Μου φαίνεται πως δεν έχω την αναγκαία αξιοπιστία ως κουμπάρος του να πω οτιδήποτε θετικό για τον ίδιο ή για το βιβλίο του από φόβο μήπως ό,τι πω θεωρηθεί μεροληπτικό, και από φόβο μήπως η συναγόμενη μεροληψία οδηγήσει κάποιους να υποθέσουν ως αληθή τα αντίθετα των όσων θετικών θα ήθελα να αναφέρω. 
Κατ’ ανάγκη λοιπόν θα είμαι φειδωλός στις όποιες θετικές κρίσεις μου, με την παρηγοριά ότι οι συνομιλητές μου θα με καλύψουν και με το παραπάνω. Να με συμπαθάς κουμπάρε, όμως τί να κάμω; Ας πρόσεχες! Όμως για να είμαι και δίκαιος πιστεύω πως ο κουμπάρος μου με κάλεσε εδώ όχι για να πω παινάδια, που δε θα τα άκουγε κανείς από το δικό μου στόμα, αλλά για να διατυπώσω κάποιο αντίλογο στις απόψεις του, προκειμένου να εμπλουτιστεί κατά τούτο η σημερινή παρουσίαση, αφού φαίνεται πως ο ίδιος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα από παρελθούσες συζητήσεις μας ότι μάλλον διαφωνούμε επάνω στο προκείμενο θέμα. Σαν αληθινός και σεμνός δημοκράτης αναζητεί τον αντίλογο στη δική του άποψη και σε τούτο λοιπόν θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ. Άλλωστε τους επαίνους ο Γιώργης ούτε τους επιδιώκει ούτε τους έχει ανάγκη.
Αλλά αφού δεν μπορώ να πω έναν καλό λόγο για τον ίδιο το Γιώργη, θα ήθελα να μου συγχωρούσατε αν τολμούσα να πω έστω μια λέξη μόνο για την καταγωγή και την οικογένεια του που πιστεύω πως μπορεί έμμεσα να φωτίσει και το ίδιο το έργο και την προσωπικότητα του. Ο Γιώργης, με περγαμηνές στις οποίες ελπίζω άλλοι θα αναφερθούν, προέρχεται από μια σεμνή αλλά συνάμα περήφανη κτηνοτροφική οικογένεια από το Καμινάκι στο οροπέδιο Λασιθίου. Οι γονείς του ανήκουν σε μια φθίνουσα αριθμητικά τάξη απλών αλλά αγέροχων και γνήσιων Κρητών, με καθαρό κούτελο, με ανεπιτήδευτη ευθύτητα, απαράμιλα φιλόξενοι, όσο και φιλότιμοι. Προφυλαγμένοι από τα πλούτη και τις ανέσεις της εποχής μας που χαλούν τους ανθρώπους, οι γονείς του Γιώργη, που δεν ξέρουν τί θα πει ξεκούραση και σκόλη, δεν έχουν απλώς διαφυλάξει την ανθρωπιά τους εκεί στα ορεινά, αλλά και με έχουν κάμει προσωπικά να τους θεωρώ (αυτούς και όσους λίγους έχουν μείνει στο νησί μας σαν αυτούς) ως τους αληθινούς μας αριστοκράτες, τους αυθεντικούς πρίγκηπες της Κρήτης που διαφεντεύουν τις περήφανες κορφές μας και μας κάνουν κι εμάς όλους τους πεδινούς να νιώθουμε Άνθρωποι όταν ερχόμαστε σε συναναστροφή μαζί τους. Αν τώρα ο κουμπάρος μου κουβαλάει τα ίδια γονίδια κι αν έχει πάρει ελάχιστη από αυτή τη λεβεντιά, κι αν έχει φτιάξει με την Όλγα εφάμιλη οικογένεια με τις ίδιες αρχές και αξίες σε τούτη την εποχή του μηδενισμού και του υλισμού, κι αν επιπλέον είναι και δεινός μαντιναδολόγος και μάστορας της Ελληνικής γλώσσας, το αφήνω σε άλλους να κρίνουν, όμως η δική μου μεροληπτική άποψη είναι πως και τούτο το βιβλίο είναι απότοκος του χαρακτήρα αλλά και της περήφανης καταγωγής του και βεβαίως της ανυπόκριτης αγάπης του για τούτο τον τόπο. 
Τώρα έχοντας έτσι βιαστικά προσπεράσει το δημιουργό, ας στρέψω για λίγο την προσοχή μου στη βασική ιδέα του περί ου ο λόγος δημιουργήματος: <<Μαζί τα φάγαΤε>> λοιπόν! Αλλού, ή υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο τίτλος παραπέμπει σε ένα θέμα γαστρονομίας, όμως εδώ, υπό τις παρούσες περιστάσεις, ξέρουμε όλοι πως το θέμα αφορά τον αντίλογο στις γνωστές δηλώσεις του πρώην αντιπροέδρου της κυβερνήσεως (ότι μαζί τάχα τα φάγαμε), και τελικώς αφορά την ατυχή διαπλοκή της “γαστρονομίας” με την πολιτική. Διότι όλοι διαπιστώνουμε πως κάποιοι έφαγαν με δέκα μασέλες, και τώρα το ερώτημα που απασχολεί είναι ποιοί ακριβώς και πόσο ο καθένας;  
Το θέμα είναι απολύτως καίριο. Πολιτικά αλλά και φιλοσοφικά. Διότι τελικά στην ουσία αγγίζει το θεμελιώδες ερώτημα: ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ; Όχι για το φαγοπότι βεβαίως, αλλά ευρύτερα για την κατάντια της πατρίδας, ΠΟΙΟΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ για την παρούσα πτώση, την ήττα και παρακμή. Ποιός ευθύνεται για τις παρακμιακές συμπεριφορές που μας έσπρωξαν στον γκρεμό; Ποιός ευθύνεται για τις πελατειακές σχέσεις; Ο “πελάτης” πολίτης που αγοράζει (και μάλιστα απαιτεί) εύνοια, ή ο “πωλητής” πολιτικός που που πουλά προστασία (ως αναγκαία προϋπόθεση της εκλογής του); Ποιός ευθύνεται για τις φαύλες νοοτροπίες που μας έφεραν σε τούτη την κατάντια; για την ανομία και παραβατικότητα, για τη φοροδιαφυγή και φοροκλοπή, για την ευνοιοκρατία και αναξιοκρατία, για τον πατερναλισμό και τη διαφθορά; Ο ενεργητικά διαφθείρων ή ο παθητικά διαφθειρόμενος; Ποιός γεννά το αυγό της φαυλότητας και ποιά φαύλη κότα εκκολάπτεται από αυτό για να δώσει αδιάκοπη συνέχεια σε τούτο τον αληθώς φαύλο κύκλο; Ευρύτερα το ερώτημα είναι ποιός ευθύνεται τελικά για την πορεία μιας πολιτείας. Φταίει ο πολιτικός πιο πολύ; Φταίει ο πολίτης πιο πολύ; Ή φταιν και οι δυο εξ ίσου ή κατ’ αναλογία της θέσεως εκάστου;
Η γνωστή άποψη του πρώην αντιπροέδρου είναι πως ευθύνονται πολιτικοί και λαός από κοινού σε ένα σφιχταγγάλιασμα αλληλοδιαφθοράς. Η άποψη του συγγραφέα αντιθέτως είναι πως φταιν πρωτίστως οι πολιτικοί ως μπροστάρηδες, και με ιερό μένος, γνήσια αγανάκτηση, ρέον και προσιτό λόγο σε προσωπικό και σαρκαστικό ύφος θέτει τους πολιτικούς ενώπιον των ευθυνών τους και τους ψέλνει τον εξάψαλμο, έστω κι αν και ο ίδιος ομολογεί σε κάποιο βαθμό αυτή την διαλεκτική αλληλεπίδραση και την αναλογική συνευθύνη και του λαού.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: <<κι αν με την ψήφο μας τον οδηγήσαμε να μας οδηγήσει εδώ που μας οδήγησε, έχουμε κι εμείς ευθύνη, αλλά και πάλι μαζί δεν τα φάγαμε! Γιατί αυτός ήταν ο ισχυρός που απλά μας εξαπάτησε>>. Ενώ αλλού στο ίδιο πνεύμα μας λέει πως <<κάθε ρουσφέτι θέλει τουλάχιστο δύο, έναν που θέλει και έναν που πράττει, εγώ με το φτωχό μου το μυαλό δεν μπορώ να θυμώσω σ’εκείνον που ζητά, τουλάχιστο όχι το ίδιο όσο σε εκείνον που πράττει, και με τις πράξεις του τάζει και στον επόμενο και στο επόμενο ... >>
<<Η ευθύνη>>, μας λέει σε άλλο σημείο <<έχει διαστρωμάτωση, έχει αναλογία. Άλλη η ευθύνη του ναύτη, άλλη του αξιωματικού πλώρης, άλλη του καπετάνιου. Και αυτή την ευθύνη, που εγώ έχω το θάρρος να αναγνωρίζω πόση μου αναλογεί, αυτή την ευθύνη, την αναλογική, χρεώνω σε όλους της γης Πάγκαλους, που τώρα καμώνονται πως άλλοι αποφάσισαν, πως ο λαός ευθύνεται, πως το λαό βαραίνει η ευθύνη της επιλογής, των επιλογών που μας έφεραν σ’αυτό το επώδυνο σήμερα, σ’αυτό το αμφίβολο αύριο >>.
Σε αυτή την αλληγορία υποθέτω ο καπετάνιος είναι εκείνος που παίρνει τις αποφάσεις και δίνει τις διαταγές, κι ο ναύτης είναι ο εργάτης που τραβάει το κουπί και εκτελεί τις διαταγές του καπετάνιου. Όμως σε μια δημοκρατία, αναρρωτιέμαι εγώ, ποιός είναι ο καπετάνιος και ποιός ο ναύτης; Διότι το ποιός τελικά κάνει κουμάντο σε μια δημοκρατία, δηλαδή το ποιός είναι ο καπετάνιος που φέρει την πρωτευθύνη, νομίζω είναι καθοριστικής σημασίας. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον πολιτικό με τον καπετάνιο και τον πολίτη με το ναύτη, και έτσι φτάνει στο συμπέρασμα πως ο πολιτικός φέρει το μέγιστο και ο πολίτης αναλογικά το ελάχιστο μερίδιο της ευθύνης.
Εγώ από την άλλη δυσκολεύομαι να συνταχθώ με τούτη την άποψη έτσι αβασάνιστα, διότι με φοβίζουν οι απώτερες συνέπειες της.
Για να αφιχθούμε σε ασφαλές και αξιόπιστο συμπέρασμα, έχουμε ανάγκη από ένα αξιακό κοινό τόπο. Δηλαδή να βρούμε κάτι θεμελιακό στο οποίο συμφωνούμε και από κει να ξεκινήσουμε. Έχω προς τούτο σκόπιμα εντοπίσει δύο κείμενα που ξέρω καλά πως όχι μόνο ασπάζεται ο συγγραφέας, αλλά που νομίζω τον εκφράζουν απολύτως, αφού και ο ίδιος τα επικαλείται, στα οποία άρα ελπίζω να βρω τον ζητούμενο κοινό τόπο:
Αναφέρομαι αφενός στο Σύνταγμα της Ελλάδος και αφετέρου σε ορισμένους λόγους του Καζαντζάκη. Ανάμεσα σε πολλά που έχει πει ο Καζαντζάκης είναι και μια φράση που ο συγγραφέας έχει κάμει σημαία του και με την οποία κοσμεί το Blog του, με θρησκευτική ευλάβεια. Όσον δε αφορά το Σύνταγμα της Ελλάδας, ο συγγραφέας με αντίστοιχη θρησκευτική ευλάβεια σε αυτό παραπέμπει και ειδικά στο άρθρο 22 περί εργασίας, προκειμένου να υπογραμμίσει πως το δικαίωμα της εργασίας είναι κάτι παραπάνω από δικαίωμα – είναι αξία.
Λέει λοιπόν από την μια ο Καζαντζάκης (και σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει ο συγγραφέας): <<Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ μόνος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν δε σωθεί θα φταίω εγώ>>. Η φράση αυτή συμπυκνώνει την έννοια της απόλυτης, ακέραιης, αδιαίρετης, ατομικής ευθύνης, που μοιάζει μάλλον ασύμπτωτη με την άποψη του συγγραφέα που ανέφερα παραπάνω, πως η  ευθύνη έχει τάχα <<διαστρωμάτωση, και αναλογία και πως είναι άλλη η ευθύνη του ναύτη, άλλη του αξιωματικού πλώρης, άλλη του καπετάνιου>>. Κατά τον Καζαντζάκη και ο τελευταίος ναύτης πρέπει να πιστεύει πως αν χαθεί το πλοίο θα φταίει αυτός. Ο ναύτης του Καζαντζάκη δε θα δείξει ποτέ το δάχτυλο στον καπετάνιο, δε θα αναζητήσει άλλοθι στις ευθύνες άλλων.
Και λέει από την άλλη το Σύνταγμα της Ελλάδας στο θεμελιωδέστερο όλων άρθρο 1: <<Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα>>. Άρα το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει ξεκάθαρα πως αφεντικό στη δημοκρατία μας είναι ο λαός, δηλαδή ο κάθε πολίτης. Ο πολίτης είναι ο καπετάνιος της αλληγορίας μας που δεν δέχεται αλλά που δίνει διαταγές. Ο πολίτης χαράζει τη ρότα του καραβιού. Και ο πολίτης ορίζει ναύτες και τιμονιέρη, τους πολιτικούς για να κρατούν το τιμόνι σταθερά στο όνομα και για λογαριασμό του και για να τραβούν κουπί στην υπηρεσία του.
Η εκδοχή πως ο πολιτικός είναι πάνω από τον πολίτη είναι απολύτως ασύμβατη με το πολίτευμα μας και μη ανεκτή στα πλαίσια του Συντάγματος μας. Άρα αν οι πολιτικοί είναι φαύλοι και διεφθαρμένοι, στο τέλος είναι τέκνα και δημιούργημα από τα σπλάχνα του λαού.
Η ευθύνη είναι αναγκαίο παρακολούθημα της εξουσίας. Δεν νοείται ανεύθυνη εξουσία. Το ακαταλόγιστο και ανεύθυνο έχουν μόνο τα ανήλικα και οι διανοητικά ανάπηροι. Άρα, εν κατακλείδι, εφόσον η υπέρτατη εξουσία ανήκει στον και εκπηγάζει από το λαό, τότε και η υπέρτατη ευθύνη κατ’ανάγκη ανήκει στο λαό, ολόκληρη, αδιαίρετη, εξατομικευμένη.
Όμως μη δοθεί η εντύπωση πως διαφωνώ ολότελα με το συγγραφέα, διότι εφόσον ξεκινούμε από κοινή αξιακή αφετηρία, είναι μοιραίο να συναντηθούμε και σε κοινό πρακτικό συμπέρασμα. Οι πολιτικοί είναι διαχειριστές της εξουσίας που τους αναθέτει ο λαός. Είναι υπόχρεοι σε τακτική λογοδοσία προς το λαό.
Ο ηγέτης δεν μπορεί ως άλλος Αδάμ να κρύβεται πίσω από την Εύα, ακόμη κι αν ή προπαντός αν ήταν η Εύα που τον ώθησε στο λάθος, διότι ο Αδάμ δεν είναι υποχείριο, αλλά παραμένει ελεύθερος και άρα υπεύθυνος άνθρωπος, ακόμη και όταν υπαιτίως υποτάσσεται στις φαύλες επιρροές.
Σε τούτο άρα έχει δίκιο ο συγγραφέας στην κριτική του, διότι δηλώσεις πολιτικών που πρωταγωνίστησαν για χρόνια στο δημόσιο βίο, οι οποίες δίνουν την έστω και εσφαλμένη εντύπωση πως με αυτές επιχειρείται διάχυση ευθύνης, πως με αυτές απλώς κάποιοι στρέφουν το δάχτυλο αλλού, ή αναζητούν άλλοθι στο πλήθος, αποτελούν πρόκληση για ένα δοκιμαζόμενο λαό, που έχει προπαντός ανάγκη παραδειγματισμού και υψηλόφρονης, ηθικής και στιβαρής ηγεσίας. Σε τούτη την θεώρηση που προτείνει ο συγγραφέας δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος. Αξιώνει από τους πολιτικούς κατ’ αναλογία την ίδια ευθύνη που αποδίδει στον εαυτό του. Την ίδια απόλυτη ευθύνη με την οποία μετέχει και ο ίδιος στα κοινά.
Στο τέλος το θέμα δεν είναι αν ο πρώην αντιπρόεδρος είπε κάτι σωστό ή λάθος, αλλά αν είχε την προαπαιτούμενη αξιοπιστία, ώστε αυτό που είπε να πιάσει τόπο. Αν δηλαδή ήταν σωστός ο ίδιος στα μάτια του λαού. Φοβούμαι πως η όποια αλήθεια χάθηκε και υπονομεύτηκε κατά την εκφορά της από έλλειψη αξιοπιστίας. Είναι καμιά φορά γι’ αυτό καλύτερο να αφήνει κανείς άλλους να λεν τις μεγάλες αλήθειες από σεβασμό προς αυτές, όταν υπάρχει κίνδυνος η ιδιότητα του λέγοντος ή η σχέση του προς τα πράγματα να υπονομεύσουν την εκφερόμενη άποψη.
Συμπερασματικά, το παρόν πολιτικό δοκίμιο παρέχει μια εξαιρετική ευκαιρία στον αναγνώστη για στοχασμό (ανεξάρτητα τελικής συμφωνίας ή διαφωνίας) επάνω σε τούτο το θεμελιώδες περί ευθύνης ζήτημα στην καρδιά της δημοκρατίας μας. Διότι τελικώς δημοκρατία δεν νοείται χωρίς ελευθερία, και ούτε ελευθερία νοείται χωρίς ευθύνη.
Μας λέει σχετικά σε μια άλλη αποστροφή ο ίδιος ο συγγραφέας: <<Κι αν διαφωνείς με τα γραφόμενα και αν συμφωνείς και αν υπερθεματίζεις, κατά βάθος γνωρίζεις ότι σημασία έχει να σε νοιάζει.>>.
Σε τούτο συμφωνούμε απόλυτα. Διότι στο τέλος πρέπει να μας νοιάζει όλους. Γιατί η Ελλάδα, θα πρόσθετα εγώ, δεν απειλείται σήμερα τόσο από τον παρακμιακό Έλληνα Πολιτικό της Διαφθοράς, όσο από τον αξιοπρεπώς αποστασιοποιημένο  Έλληνα Πολίτη της Αδιαφορίας, που αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον πρώτο. Διότι η αδιαφορία και ο κυνισμός αναπαράγουν τον ωχαδερφισμό και τελικώς οδηγούν στη σήψη και την παρακμή. Ο συγγραφέας με τούτο το βιβλίο θέτει το δικό του λιθαράκι στον αγώνα ενάντια στην Αδιαφορία και αναλαμβάνει πράγματι ως ενεργός πολίτης τις δικές του ευθύνες. Αν όλοι κάνουμε σημαία μας την έννοια της απόλυτης και αδιαίρετης ατομικής ευθύνης τότε ίσως το αδύνατο γίνει δυνατό. Αν όμως αβασάνιστα προσχωρήσουμε στην άποψη πως φταίνε πάντα οι άλλοι, και δείχνουμε ως πολίτες το δάχτυλο στους πολιτικούς, ή ως πολιτικοί δείχνουμε το δάχτυλο στους πολίτες και το λαό, ή αν όλοι μαζί κατηγορούμε τους ξένους, τότε τίποτε ποτέ δεν θα αλλάξουμε. Διότι η μεγάλη επανάσταση που έχει σήμερα ανάγκη ο τόπος είναι επανάσταση ηθική, πνευματική, εσωτερική, είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Γιατί οι συμπεριφορές που μας έφεραν στην πτώση και την παρακμή, τις οποίες με γλαφυρό τρόπο περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφέας, είναι τελικά συμπεριφορές που ασπαστήκαμε και υιοθετήσαμε ο καθένας προσωπικά και όλοι μαζί συλλογικά. Ας μη δείχνουμε λοιπόν το δάχτυλο αλλού, παρά να κοιτούμε καλά στον καθρέφτη της ψυχής μας. Αντρίκια να αναγνωρίσουμε την πρώτη ευθύνη στον εαυτό μας. Αντρίκια να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική. Σιωπηλά, κατανυκτικά, λυτρωτικά. Αντρίκια και υπεύθυνα να μετάσχουμε ως ενεργοί πολίτες στα δημόσια πράγματα, δείχνοντας στην πράξη πως νοιαζόμαστε, ακολουθώντας το παράδειγμα του συγγραφέα, σπάζοντας την αδιάφορη σιωπή. Κάνοντας το πρώτο θαρετό βήμα.
Ευχαριστώ, λοιπόν, τον συγγραφέα για την τιμητική πρόσκληση, για την θερμή αλλά μάλλον υπερβολική αφιέρωση, αλλά προπαντός γιατί με τούτο το βιβλίο αποδεικνύει πως εξακολουθεί (όπως λέει αλλού ο Καζαντζάκης) κρατώντας με τα δόντια την ψυχή του να ζητάει το αδύνατο. Αυτή η αγωνιώδης προσωπική αναζήτηση του συγγραφέα στο τέλος με γέμισε ελπίδα πως με παρόμοιες αρετές ίσως μπορέσουμε και σε συλλογικό επίπεδο να βρούμε ως λαός την αναγκαία ψυχοδύναμη ώστε να αποδείξουμε στην οικουμένη πως για μας το ιδεατό δεν είναι αδύνατο, ότι παραμένουμε πάντα προσηλωμένοι στην Ομηρική επιταγή αίεν αριστεύειν. Και αν κάποια τελικά σχέση είχε τούτο το βιβλίο με την γαστρονομία, είναι πως σαν νόστιμο ορεκτικό, μας ανοίγει την όρεξη, και μας αφήνει με την προσδοκία πως θα ακολουθήσουν κι άλλες λιχουδιές, γι’ αυτό κουμπάρε, μη σταματάς, συνέχισε να γράφεις, συνέχισε να νοιάζεσαι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και το αποτύπωμα του ΟΑΕΔ

  6136 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το Α΄ τρίμηνο του 2021 από τον ΟΑΕΔ μέσω των προγραμμάτων απασχόλησης. Τα προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ επιχορηγούν μέχρι και το 100% του μισθού και των εισφορών, πράγμα που σημαίνει πως ο ΟΑΕΔ δίνει σχεδόν τσάμπα το εργατικό δυναμικό στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στα προγράμματα. Είναι ικανοποιητικός ο αριθμός των 6137 θέσεων εργασίας για το Α τρίμηνο μέσα σε αυτό το κλίμα της πανδημίας και της εν δυνάμει μαζικής ανεργίας? Τα ποσοστά λένε καλύτερα την αλήθεια. Οι 6136 θέσεις εργασίας αποτελούν το 0,5% του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων. Τον Μάρτιο του 2021 οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ανήλθαν στο 1εκ 144 χιλιάδες 791!!!

Το Κρητικό Ζήτημα

1η Δεκεμβρίου 1913... Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα... Aπό το http://sofoscrete.blogspot.com/ Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες, εν τούτοις είδαν με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία. Η αγγλική εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας. Ο στόχος αυτός συνδυαζόταν με το έτερο δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ως ανάχωμα στην πάγια επιδίωξη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της καθόδου δηλαδή της Ρωσίας στη ζεστή θάλασσα, το Αιγαίο. Και δεν εναντιώθηκε μόνο το 1830 η ευρωπαϊκή διπλωματία στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά πάντοτε όταν... οι Κρήτες επαναστατούσαν κατά της τ

Εν ευθυμία ο Νομάρχης

Ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφέθηκε, τελικά, ο Δήμαρχος Αθηναίων μετά τη χθεσινοβραδινή σύλληψή του και την εκκίνηση της αυτόφωρης διαδικασίας.